- ἔκρουσαν
- ἔκρουσανκρούωstrike: aor ind act 3rd pl
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἔκρουσαν — κρούω strike aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ … Dictionary of Greek